Κιμμερίους

Κιμμερίους
Κιμμέριοι
the Crimea
masc acc pl
Κιμμέριος
the Crimea
masc acc pl
Κιμμερικός
the Crimea
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… …   Dictionary of Greek

  • HYPERBOREI populi — et montes, qui et Riphaei, ultra Scythiam, teste Arist. Virg. Georg. l. 3. v. 196. et 381. Vett. hos circa Tanais fluv. fontes describunt, cum ibi maxima sit planities. Argumenti ratio postulat (inquit H. Iacobius) ut in Hyperboreorum sedes… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Οδυσσέας — Περίφημος ήρωας του ομηρικού έπους, γιος του βασιλιά της Ιθάκης, Λαέρτη και της Αντίκλειας. Στην Ιλιάδα είναι ο πιστός συνεργάτης του Αγαμέμνονα και των άλλων ηρώων, πολεμιστής γενναίος, συνετός και πανούργος. Στην Οδύσσεια, της οποίας είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • βούλαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ίωνας ζωγράφος (8ος αι. π.Χ.). Ζωγράφισε πίνακα της κατάληψης της Μαγνησίας από τους Κιμμέριους. Ο Πλίνιος γράφει πως ο βασιλιάς της Λυδίας Κανδαύλης τον αντάλλαξε με ίσο βάρος χρυσού, αλλά η πληροφορία είναι… …   Dictionary of Greek

  • κιμμέριος — α, ο (Α κιμμέριος, ία, ιον, θηλ. και κιμμερίς, ίδος και ιων. τ. θηλ. κιμμερίη 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Κιμμέριοι α) μυθικός λαός που κατοικούσε πέρα από τον Ωκεανό σε διαρκές σκοτάδι, β) νομάδες τών στεπών που εισέβαλαν στη Μικρά Ασία… …   Dictionary of Greek

  • κιμμερικός — κιμμερικός, ή, όν (Α) [κιμμέριος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κιμμερίους, ο κιμμέριος* 2. το ουδ. ως ουσ. τo κιμμερικόν (ενν. ίμάτιον) γυναικεία εσθήτα («κιμμερικόν ἐνδύσομαι», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • Γύγης — Όνομα βασιλιάδων της αρχαίας Λυδίας. 1. Γενάρχης του βασιλικού οίκου των Μερμυαδών, που βασίλεψαν στη Λυδία (8ος; αι. π.Χ.). 2. Εγγονός του προηγούμενου (7ος αι. π.Χ.). Αρχικά ήταν βασιλιάς της μικρής πόλης Τύρρας, αλλά σκότωσε τον επικυρίαρχο… …   Dictionary of Greek

  • Σαδυάττης — I Αρχαίος βασιλιάς της Λυδίας, πέμπτος κατά σειρά από την οικογένεια των Μερμναδών (629 617 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες του Ηρόδοτου, απώθησε τους Κιμμέριους από την Ασία και πολέμησε εναντίον των Μήδων. Κατόπιν επιτέθηκε εναντίον των ελληνικών… …   Dictionary of Greek

  • Σάρδεις — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, κοντά στη συμβολή του Πακτωλού και του Έρμου. Ασφαλείς πληροφορίες για την πόλη έχουμε από τότε που έγινε πρωτεύουσα του λυδικού κράτους, και με ακρίβεια χρονολογείται στο 652 η καταστροφή της από τους Κιμμέριους.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”